θεατροτορύνη: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_22) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεᾱτροτορύνη''': ῡ, ἡ, = [[τορύνη]] θεάτρου, χουλιάρα θεάτρου, ἐπίθετον τῆς ἑταίρας Μελίσσης, Ἀθήν. 157Α. | |lstext='''θεᾱτροτορύνη''': ῡ, ἡ, = [[τορύνη]] θεάτρου, χουλιάρα θεάτρου, ἐπίθετον τῆς ἑταίρας Μελίσσης, Ἀθήν. 157Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεατροτορύνη]], ή (Α)<br />(ως χλευαστ. επίθ. της εταίρας Μελίσσης) η [[τορύνη]], η [[κουτάλα]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> [[τορύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,= τορύνη θεάτρου,
A stage-pounder, epith. of Melissa, who was a clumsy dancer, Ath.4.157a.
German (Pape)
[Seite 1190] ἡ, von einer Hetäre, Ath. IV, 157 a, Rührlöffel des Theaters.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροτορύνη: ῡ, ἡ, = τορύνη θεάτρου, χουλιάρα θεάτρου, ἐπίθετον τῆς ἑταίρας Μελίσσης, Ἀθήν. 157Α.
Greek Monolingual
θεατροτορύνη, ή (Α)
(ως χλευαστ. επίθ. της εταίρας Μελίσσης) η τορύνη, η κουτάλα του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + τορύνη.