θαυματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θαυματοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θαύματα, [[γόης]], [[αγύρτης]], [[τερατουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θαυματοποιός]]<br />[[εκτελεστής]] θαυμάτων, [[ταχυδακτυλουργός]] («τοῦ γένους [[εἶναι]] τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μυθο</i>-[[ποιός]], <i>νομισματο</i>-[[ποιός]])].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτοποιός Medium diacritics: θαυματοποιός Low diacritics: θαυματοποιός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thaumatopoiós Transliteration B: thaumatopoios Transliteration C: thavmatopoios Beta Code: qaumatopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A wonder-working, ὄνειροι Luc. Somn.14; acrobatic, κοῦραι Matro Conv.121: as Subst., conjurer, juggler, Pl.Sph.235b, D.2.19: as fem., IG11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; puppet-showman, Pl.R.514b, Phlp.in GA77.16.

German (Pape)

[Seite 1189] Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; θαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτοποιός: -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14˙ ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β˙ ὡς οὐσιαστ., γόης, ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait voir des choses merveilleuses ; subst.θαυματοποιός jongleur, charlatan.
Étymologie: θαῦμα, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θαυματοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός
αρχ.
1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά
2. το αρσ. ως ουσ. θαυματοποιός
εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. μυθο-ποιός, νομισματο-ποιός)].