θαύμακτρον: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαύμακτρον''': τὸ, τὸ [[ἀργύριον]] τὸ διδόμενον [[ὅπως]] ἴδῃ τις [[τέχνασμα]] θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. [[θαῦμα]] Ι. 2). | |lstext='''θαύμακτρον''': τὸ, τὸ [[ἀργύριον]] τὸ διδόμενον [[ὅπως]] ἴδῃ τις [[τέχνασμα]] θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. [[θαῦμα]] Ι. 2). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θαύμακτρον]], το (Α)<br />χρήματα που δίνει [[κάποιος]] για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαυμάζω]] με την κατάλ. -<i>τρον</i> ([[κατά]] πληθ.) δηλωτική της [[τιμής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίδακτρα]], [[ίατρα]] «χρήματα για την [[πληρωμή]] του γιατρού» <b>κ.τ.ό.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A money paid to see conjurers' tricks, Sophr.120.
German (Pape)
[Seite 1189] τό, Sophron bei E. M. 443, 52; Schneider vermuthet θυμίακτρον, thuribulum; Passow erkl. Geld, das man Gauklern zum Lohne giebt.
Greek (Liddell-Scott)
θαύμακτρον: τὸ, τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον ὅπως ἴδῃ τις τέχνασμα θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. θαῦμα Ι. 2).
Greek Monolingual
θαύμακτρον, το (Α)
χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή του γιατρού» κ.τ.ό.)].