θεραπευτρίς: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(c2) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1199.png Seite 1199]] ίδος, ἡ, fem. zu [[θεραπευτής]], Philo; auch θεραπευτίς u. [[θεραπεύτρια]] werden erwähnt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1199.png Seite 1199]] ίδος, ἡ, fem. zu [[θεραπευτής]], Philo; auch θεραπευτίς u. [[θεραπεύτρια]] werden erwähnt. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεραπευτρίς]], ἡ (Α) [[θεραπευτής]]<br /><b>1.</b> η [[θεραπεύτρια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θεραπευτρίδες</i><br />[[ονομασία]] [[γυναικών]] που ασκήτευαν. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= foreg., Ph.1.261, 655: pl., as title of certain female ascetics, Id.2.471.
German (Pape)
[Seite 1199] ίδος, ἡ, fem. zu θεραπευτής, Philo; auch θεραπευτίς u. θεραπεύτρια werden erwähnt.
Greek Monolingual
θεραπευτρίς, ἡ (Α) θεραπευτής
1. η θεραπεύτρια
2. στον πληθ. αἱ θεραπευτρίδες
ονομασία γυναικών που ασκήτευαν.