θοινατήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui donne un festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui donne un festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θοινατήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[θοινώ]]<br />αυτός που παρέχει [[συμπόσιο]] («χαλεπὸς [[θοινατήρ]]» — [[κύριος]] φοβερού συμποσίου, <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινᾱτήρ Medium diacritics: θοινατήρ Low diacritics: θοινατήρ Capitals: ΘΟΙΝΑΤΗΡ
Transliteration A: thoinatḗr Transliteration B: thoinatēr Transliteration C: thoinatir Beta Code: qoinath/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who gives a feast, χαλεπὸς θ. lord of a horrid feast, A.Ag. 1502 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1213] ῆρος, ὁ, der einen Schmaus giebt, Gastgeber, Aesch. Ag. 1483.

Greek (Liddell-Scott)

θοινᾱτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων συμπόσιον, χαλεπὸς Θ., κύριος φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui donne un festin.
Étymologie: θοίνη.

Greek Monolingual

θοινατήρ, -ῆρος, ὁ (Α) θοινώ
αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» — κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.).