θύμιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_21)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύμιον''': τό, = [[σμῖλαξ]] ἢ [[θύμος]], Ἀέτ. 4. 1. 64. ΙΙ. [[μεγάλη]] [[ἀκροχορδών]], Ἱππ. 877F, Πλίν. ἐν Φ. Ἱστ. 32. 45.
|lstext='''θύμιον''': τό, = [[σμῖλαξ]] ἢ [[θύμος]], Ἀέτ. 4. 1. 64. ΙΙ. [[μεγάλη]] [[ἀκροχορδών]], Ἱππ. 877F, Πλίν. ἐν Φ. Ἱστ. 32. 45.
}}
{{grml
|mltxt=[[θύμιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[ενθύμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σμῑλαξ, το [[δένδρο]] [[δρυς]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[ακροχορδόνα]], [[κρεατοελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με την αρχ. [[σημασία]] <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]]. Με τη μσν. <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-[[θύμιον]], ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. <i>εν</i>-<i>θύμιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]])].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμιον Medium diacritics: θύμιον Low diacritics: θύμιον Capitals: ΘΥΜΙΟΝ
Transliteration A: thýmion Transliteration B: thymion Transliteration C: thymion Beta Code: qu/mion

English (LSJ)

τό,= σμῖλαξ, Dsc.Alex.12.    II large wart, Hp.Ulc.14, Dsc.5.1, Plin.HN32.128.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, = σμῖλαξ, auch θύμαλον, Diosc.; Feigwarze, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θύμιον: τό, = σμῖλαξθύμος, Ἀέτ. 4. 1. 64. ΙΙ. μεγάλη ἀκροχορδών, Ἱππ. 877F, Πλίν. ἐν Φ. Ἱστ. 32. 45.

Greek Monolingual

θύμιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
ενθύμιο
αρχ.
1. σμῑλαξ, το δένδρο δρυς
2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν-θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. εν-θύμιος (< εν + θυμός)].