ἴθρις: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴθρῐς''': ὁ, [[εὐνοῦχος]], Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἴθρις]]· [[σπάδων]], [[τομίας]], [[εὐνοῦχος]]». | |lstext='''ἴθρῐς''': ὁ, [[εὐνοῦχος]], Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἴθρις]]· [[σπάδων]], [[τομίας]], [[εὐνοῦχος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴθρις]], ὁ (Α)<br />[[ευνούχος]], ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἴθρις]] [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. του <i>ἔθρις</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i>- σε <i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιδρύω]]). Ο τ. <i>ἔθρις</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vadhri</i>- «ευνουχισμένος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A eunuch, restored from Hsch. for ἴδρις in AP6.219 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1245] ὁ, der Verschnittene, VLL.; nach Casaub. conj. Antp. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
ἴθρῐς: ὁ, εὐνοῦχος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἴθρις· σπάδων, τομίας, εὐνοῦχος».
Greek Monolingual
ἴθρις, ὁ (Α)
ευνούχος, ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. του ἔθρις, με τροπή του ε- σε ι- (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri- «ευνουχισμένος»].