ἱππογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππογνώμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ [[καλῶς]] περὶ ἵππων· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[ταχύς]], ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. [[προβατογνώμων]].
|lstext='''ἱππογνώμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ [[καλῶς]] περὶ ἵππων· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[ταχύς]], ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. [[προβατογνώμων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή [[κρίση]] για ίππους<br /><b>2.</b> [[ταχύς]] ή [[οξύς]] στην [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρο</i>-[[γνώμων]], <i>προβατο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππογνώμων Medium diacritics: ἱππογνώμων Low diacritics: ιππογνώμων Capitals: ΙΠΠΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: hippognṓmōn Transliteration B: hippognōmōn Transliteration C: ippognomon Beta Code: i(ppognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A judging well of horses: hence generally, quick in judging, τινος A.Fr.243, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1259] ονος, pferdekundig, u. übertr., θυμός, übh. kundig, Aesch. frg. 219; vgl. Schol. Soph. Ai. 143.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ καλῶς περὶ ἵππων· ἐντεῦθεν καθόλου, ταχύς, ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. προβατογνώμων.

Greek Monolingual

ἱππογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους
2. ταχύς ή οξύς στην κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο-γνώμων, προβατο-γνώμων.