καθηδύνω: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_1) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθηδύνω''': [[γλυκαίνω]], ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch. | |lstext='''καθηδύνω''': [[γλυκαίνω]], ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[καθηδύνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γλυκό]] [[κάτι]], [[γλυκαίνω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[τέρψη]] σε κάποιον, [[ευφραίνω]], [[χαροποιώ]], [[ευχαριστώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡδύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡδύς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a. 2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.
German (Pape)
[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.
Greek Monolingual
(AM καθηδύνω)
1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω
2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς)].