κακόβουλος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a des pensées mauvaises <i>ou</i> déraisonnables;<br /><b>2</b> qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βουλή]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a des pensées mauvaises <i>ou</i> déraisonnables;<br /><b>2</b> qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βουλή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κακόβουλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με κακή [[πρόθεση]] («κακόβουλες διαδόσεις»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται ή θέλει το [[κακό]] του άλλου, [[κακεντρεχής]], [[χαιρέκακος]] («[[κακόβουλος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει κακές συμβουλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόβουλα</i> (AM κακοβούλως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με κακόβουλο τρόπο, με κακή [[πρόθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ασύνετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασύ</i>-<i>βουλος</i>, [[ταχύ]]-<i>βουλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ill-advised, foolish, φροντίς S. Fr.592 (lyr.); φῶτες E.Ba.401 (lyr.), cf. Ar.Eq.1055 (hex.), Ph.2.280 (Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: Comp., Sch.Th.1.120. II Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis.391c.
German (Pape)
[Seite 1299] 1) übel berathen, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Ggstz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόβουλος: -ον, κακῶς βουλευόμενος, ἀσύνετος, φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ εὔβουλος, Πλάτ. Σίσυφ. 391C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a des pensées mauvaises ou déraisonnables;
2 qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.
Étymologie: κακός, βουλή.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κακόβουλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό του άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος»)
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος
2. αυτός που δίνει κακές συμβουλές.
επίρρ...
κακόβουλα (AM κακοβούλως)
νεοελλ.-μσν.
με κακόβουλο τρόπο, με κακή πρόθεση
αρχ.
ασύνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. θρασύ-βουλος, ταχύ-βουλος].