κακόμορος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_16)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόμορος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πανάποτμος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[αἰνόμορος]].
|lstext='''κακόμορος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πανάποτμος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[αἰνόμορος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόμορος]], -ον (AM)<br />([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>ἄμμορον</i> και του λεξ. [[Σούδα]] στη λ. [[ἄμμορος]]) [[κακόμοιρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομόρως</i> (Α)<br />με κακή [[μοίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αινό</i>-<i>μορος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>μορος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορος Medium diacritics: κακόμορος Low diacritics: κακόμορος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kakómoros Transliteration B: kakomoros Transliteration C: kakomoros Beta Code: kako/moros

English (LSJ)

ον, = foreg., Hsch.

   A s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. -ως Cat.Cod. Astr. 8(4).129, 142.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.

Greek Monolingual

κακόμορος, -ον (AM)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και του λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος.
επίρρ...
κακομόρως (Α)
με κακή μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. αινό-μορος, πρωτό-μορος].