καλοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_5)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾱλοβάμων''': βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν [[πόδα]], Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 [[ἔνθα]] κᾰλοβάμων [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
|lstext='''κᾱλοβάμων''': βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν [[πόδα]], Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 [[ἔνθα]] κᾰλοβάμων [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
}}
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[καλοβάμων]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλοβάμονα πτηνά» — [[τάξη]] πτηνών με [[ψηλά]] και λεπτά πόδια, όπως [[είναι]] ο [[γερανός]], ο [[πελαργός]] κ.ά.<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[επάνω]] σε καλόβαθρα<br /><b>2.</b> ο [[σχοινοβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>καλά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>, <i>ταχυ</i>-<i>βάμων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοβάμων Medium diacritics: καλοβάμων Low diacritics: καλοβάμων Capitals: ΚΑΛΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: kalobámōn Transliteration B: kalobamōn Transliteration C: kalovamon Beta Code: kaloba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ονος, ὁ, (κάλως)

   A tight-rope walker, Man.4.287.

German (Pape)

[Seite 1312] ονος, auf Hölzern, Stelzen gehend, Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλοβάμων: βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν πόδα, Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 ἔνθα κᾰλοβάμων χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

-ον (AM καλοβάμων, -ον)
νεοελλ.
φρ. «καλοβάμονα πτηνά» — τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά.
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα
2. ο σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, ταχυ-βάμων].