καλότης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλότης]], ἡ (Α) [[καλός]]<br />(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) [[κάλλος]], [[καλλονή]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότης Medium diacritics: καλότης Low diacritics: καλότης Capitals: ΚΑΛΟΤΗΣ
Transliteration A: kalótēs Transliteration B: kalotēs Transliteration C: kalotis Beta Code: kalo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A = κάλλος, beauty, a word formed by Chrysipp.Stoic.3.60.

German (Pape)

[Seite 1314] ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλότης: -ητος, ἡ, = κάλλος, καλλονή, λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
beauté.
Étymologie: καλός.

Greek Monolingual

καλότης, ἡ (Α) καλός
(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) κάλλος, καλλονή.