καμηλοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_18)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμηλοκόμος''': -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.
|lstext='''κᾰμηλοκόμος''': -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλοκόμος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>, [[νοσοκόμος]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλοκόμος Medium diacritics: καμηλοκόμος Low diacritics: καμηλοκόμος Capitals: ΚΑΜΗΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: kamēlokómos Transliteration B: kamēlokomos Transliteration C: kamilokomos Beta Code: kamhloko/mos

English (LSJ)

ον,

   A keeping camels, Eust.ad D.P.954.

German (Pape)

[Seite 1316] Kameele wartend, Eust. D. Per. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλοκόμος: -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.

Greek Monolingual

καμηλοκόμος, ὁ (Μ)
αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.