καστορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καστορίζω''': ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.
|lstext='''καστορίζω''': ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[καστορίζω]] (Α) [[κάστωρ]]<br />[[μοιάζω]] σε [[κάτι]] με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστορίζω Medium diacritics: καστορίζω Low diacritics: καστορίζω Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΖΩ
Transliteration A: kastorízō Transliteration B: kastorizō Transliteration C: kastorizo Beta Code: kastori/zw

English (LSJ)

   A to be like castor, τῇ ὀσμῇ Dsc.2.8, 3.84; τῇ Χρόᾳ Vett. Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 1333] wie Bibergeil riechen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καστορίζω: ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.

Greek Monolingual

καστορίζω (Α) κάστωρ
μοιάζω σε κάτι με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.).