κατάδενδρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάδενδρος''': -ον, [[πλήρης]] δένδρων, Νυμφόδ. παρ’ Ἀθην. 265D, Διόδ. 17. 68, κτλ.· τὰ κ. τῶν ὀρέων Γεωπ. 2. 6, 1· πρβλ. [[κάτοξος]]. | |lstext='''κατάδενδρος''': -ον, [[πλήρης]] δένδρων, Νυμφόδ. παρ’ Ἀθην. 265D, Διόδ. 17. 68, κτλ.· τὰ κ. τῶν ὀρέων Γεωπ. 2. 6, 1· πρβλ. [[κάτοξος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάδενδρος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] δένδρα («κατάδενδρο [[νησί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δένδρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>δενδρος</i>, <i>σύν</i>-<i>δενδρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thickly wooded, Nymphod.12, D.S.17.68, Ael. Tact.35.4; τὰ κ. [τῶν ὀρέων] Gp.2.6.1.
German (Pape)
[Seite 1345] mit Bäumen bepflanzt; νῆσος Ath. VI, 265 d; χώρα D. Sic. 17, 68; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδενδρος: -ον, πλήρης δένδρων, Νυμφόδ. παρ’ Ἀθην. 265D, Διόδ. 17. 68, κτλ.· τὰ κ. τῶν ὀρέων Γεωπ. 2. 6, 1· πρβλ. κάτοξος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάδενδρος, -ον)
γεμάτος δένδρα («κατάδενδρο νησί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δένδρος (< δένδρος), πρβλ. έν-δενδρος, σύν-δενδρος].