κατάκισσος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκισσος''': -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5. | |lstext='''κατάκισσος''': -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάκισσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κισσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κισσός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>κισσος</i>, [[χαμαί]]-<i>κισσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ivy-wreathed, Anacreont.41.5.
German (Pape)
[Seite 1353] ganz dicht mit Epheu umwunden, πλόκαμοι Anacr. 41, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκισσος: -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5.
Greek Monolingual
κατάκισσος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κισσος (< κισσός), πρβλ. μαλακό-κισσος, χαμαί-κισσος].