Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταναίω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. épq.</i> [[κατένασσα]];<br />établir, placer sur <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταναίομαι (<i>ao.</i> [[κατενασσάμην]]) établir sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ναίω]]¹.
|btext=<i>ao. épq.</i> [[κατένασσα]];<br />établir, placer sur <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταναίομαι (<i>ao.</i> [[κατενασσάμην]]) établir sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ναίω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταναίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να κατοικήσει, [[εγκαθιστώ]] («[[κατένασσε]] δ' ὑπὸ χθονός», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιδρύω]], [[εγκαθιδρύω]] («βωμὸν [[κατένασσε]]»)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>καταναίομαι</i><br />[[αποικίζω]] («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναίω]] «[[κατοικώ]], [[εγκαθιστώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταναίω Medium diacritics: καταναίω Low diacritics: καταναίω Capitals: ΚΑΤΑΝΑΙΩ
Transliteration A: katanaíō Transliteration B: katanaiō Transliteration C: katanaio Beta Code: katanai/w

English (LSJ)

   A make to dwell, settle:—Act. only in poet. aor., κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes.Op.168; κ. ὑπὸ Χθονός Id.Th.6 20; γουνοῖσιν Νεμείης ib.329, cf. B.3.60:—aor. Med., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη A.Eu.929 (anap.):—Pass., only in aor., take up one's abode, dwell, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθη E.Ph.207 (lyr.); ἐν τῇ Χώρᾳ κατένασθεν (3pl.) Ar.V.662: so in aor. Med., ἐν Κέῳ κατενάσσατο A.R.2.520.    2 establish, βωμόν B.10.41.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. ναίω), trans. im aor. I. κατένασσα, Bewohner wohinsetzen, ansiedeln, Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes. O. 166, γουνοῖ. σιν κατένασσε Νεμείης Th. 329, ὑπὸ χθονός 620; so auch med. aor., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Aesch. Eum. 889; Ap. Rh. 2, 520, ἐν δὲ Κέῳ κατενάσσατο, in der Bdtg sich ansiedeln, wohnen, wie sonst der aor. pass., ἵν' ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Eur. Phoen. 215; Ar. Vesp. 862.

Greek (Liddell-Scott)

καταναίω: (ναίω), κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, κατοικίζω· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης αὐτόθι 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς μέσος, κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40

French (Bailly abrégé)

ao. épq. κατένασσα;
établir, placer sur ou dans;
Moy. καταναίομαι (ao. κατενασσάμην) établir sur ou dans.
Étymologie: κατά, ναίω¹.

Greek Monolingual

καταναίω (Α)
1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώκατένασσε δ' ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.)
2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε»)
3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι
αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ναίω «κατοικώ, εγκαθιστώ»].