κατάπονος: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]]. | |btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καταπονημένος, κουρασμένος, [[κατάκοπος]]<br /><b>2.</b> εξασθενημένος, εξαντλημένος<br /><b>3.</b> (για [[ποίηση]] ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος<br /><b>4.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>πονος</i>, <i>σύμ</i>-<i>πονος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A tired, wearied, ἀθλητής Plu. Sull.29; worn out, exhausted, of cattle, PLond.3.1170v462 (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων Plu.Alc.25. II laboured, of poetry or works of art, Id.Tim.36; wearisome, λατρεία LXX 3 Ma.4.14; κ. βάρος Phld.D. 3.13.
German (Pape)
[Seite 1371] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπονος: -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ ἔφεδρος ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. κοπιώδης, ἐπίπονος, πόνους προξενῶν, ὀχληρός, λατρεία Μακκαβ. 3. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fatigué, épuisé.
Étymologie: κατά, πόνος.
Greek Monolingual
κατάπονος, -ον (Α)
1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος
2. εξασθενημένος, εξαντλημένος
3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος
4. επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πονος (< πόνος), πρβλ. επί-πονος, σύμ-πονος].