καταρράπτω: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> coudre à ; ajuster en cousant <i>ou</i> en tressant ; <i>fig.</i> ajuster à, rendre conforme à, τινι;<br /><b>2</b> enfermer dans une enveloppe cousue, coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥάπτω]]. | |btext=<b>1</b> coudre à ; ajuster en cousant <i>ou</i> en tressant ; <i>fig.</i> ajuster à, rendre conforme à, τινι;<br /><b>2</b> enfermer dans une enveloppe cousue, coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥάπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταρράπτω]] (AM, Α και καταράπτω)<br />[[συρράπτω]], [[στερεώνω]] με ραφές («[[θύρη]] κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[παρασκευάζω]] («Πενθεῑ καταρράψας [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A stitch on or over, θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων a frame lashed to a crate, Hdt.2.96. II stitch tight, τι ἔς τι Hp. Acut.21; sew up, Thphr.HP9.5.3; λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Plu.Ant.81; in Surgery, Gal.14.783:—Pass., Aen.Tact.31.4; καταρρᾰφῆναι ἐν μηρῷ Agatharch.7; τοῖς δέρμασι Sor.1.68. 2 metaph., devise, compass, Πενθεῖ καταρράψας μόρον A.Eu.26.
Greek (Liddell-Scott)
καταρράπτω: μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, ἐπιρράπτω, θύρη κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ πλέγμα ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς συρράπτω, τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, παρασκευάζω, Πενθεῖ καταρράψας μόρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. ῥάπτω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
1 coudre à ; ajuster en cousant ou en tressant ; fig. ajuster à, rendre conforme à, τινι;
2 enfermer dans une enveloppe cousue, coudre dans.
Étymologie: κατά, ῥάπτω.
Greek Monolingual
καταρράπτω (AM, Α και καταράπτω)
συρράπτω, στερεώνω με ραφές («θύρη κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με πλέγμα από καλάμια, Ηρόδ.)
αρχ.
μηχανεύομαι, παρασκευάζω («Πενθεῑ καταρράψας μόρον», Αισχύλ.).