καταφίημι: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=laisser aller de haut en bas, lancer de haut en bas, lâcher, laisser tomber.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀφίημι]]. | |btext=laisser aller de haut en bas, lancer de haut en bas, lâcher, laisser tomber.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀφίημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταφίημι]] (Α)<br />[[αφήνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει («κατηφίει τὸ [[δόρυ]] διὰ τῆς χειρός», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίημι]] «[[αφήνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A let slip down, κατηφίει (impf.) τὸ δόρυ διὰ χειρός f.l. in Pl.La.184a; λέβητα (sc. εἰς θάλασσαν) Arist.Pr.960b32.
German (Pape)
[Seite 1389] (s. ἵημι), hinabgleiten lassen; κατηφίει τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρός, er ließ den Speer durch die Hand gleitend zu Boden fallen, Plat. Lach. 183 e; καταφέντες Arist. probl. 32, 5.
Greek (Liddell-Scott)
καταφίημι: ἀφίνω πρὸς τὰ κάτω, ἀφίνω νὰ πέσῃ, κατηφίει (παρατ.) τὸ δόρυ διὰ χειρὸς Πλάτ. Λάχ. 183Ε· τὸν λέβητα καταφέντες Ἀριστ. Προβλ. 32. 5.καταφῐλέω, φιλῶ γλυκά, τρυφερῶς, φιλεῖν δεῖ λέγειν τὸ κατὰ ψυχήν, καταφιλεῖν δὲ καὶ κῦσαι τὸ διὰ τοῦ στόματος Antiatt Bekk. 115. 22· οὐκ ἔχουσα ἡ Π. πῶς ἂν ἀσπάσαιτο αὐτὸν, κατεφίλησε τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατεφίλουν χεῖρας καὶ πόδας τοῦ Κύρου πολλὰ δακρύοντες ἅμα χαρᾷ καὶ εὐφραινόμενοι αὐτόθι 7. 5, 32· τοὺς μὲν καλοὺς φιλεῖν τοὺς δὲ ἀγαθοὺς κ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 33· περιβαλὼν κ. Πλουτ. Ἀλ. 67.
French (Bailly abrégé)
laisser aller de haut en bas, lancer de haut en bas, lâcher, laisser tomber.
Étymologie: κατά, ἀφίημι.
Greek Monolingual
καταφίημι (Α)
αφήνω προς τα κάτω, αφήνω κάτι να πέσει («κατηφίει τὸ δόρυ διὰ τῆς χειρός», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀφίημι «αφήνω»].