κατοικάς: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοικάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[κατοικίς]], θηλυκ. τοῦ [[κατοικίδιος]], [[στρουθός]], [[ὄρνις]] Νικ. Ἀλ. 60, 535. | |lstext='''κατοικάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[κατοικίς]], θηλυκ. τοῦ [[κατοικίδιος]], [[στρουθός]], [[ὄρνις]] Νικ. Ἀλ. 60, 535. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατοικάς]], ἡ (Α)<br />ποιητ. τ. θηλ. του [[κατοικίδιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet. fem. of
A κατοικίδιος, στρουθός Nic.Al. 60, 535.
German (Pape)
[Seite 1402] άδος, ἡ, = κατοικίς, ὄρνις Nic. Al. 60, στρουθός 535.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικάς: -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατοικίς, θηλυκ. τοῦ κατοικίδιος, στρουθός, ὄρνις Νικ. Ἀλ. 60, 535.
Greek Monolingual
κατοικάς, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κατοικίδιος.