κατάφορτος: Difference between revisions
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
(6_18) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάφορτος''': -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ. | |lstext='''κατάφορτος''': -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάφορτος]], -ον)<br />φορτωμένος [[βαριά]], παραφορτωμένος, καταφορτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρτος]] «[[φορτίο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>φορτος</i>, <i>έμ</i>-<i>φορτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A laden with, τινος J. Vit.26.
German (Pape)
[Seite 1389] mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφορτος: -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάφορτος, -ον)
φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντί-φορτος, έμ-φορτος].