κεβλήγονος: Difference between revisions
τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress
(6_17) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεβλήγονος''': -ον, ἔχων τὸν γόνον ἐν τῇ κεφαλῇ, ἐπὶ τῆς μήκωνος, ὅτι ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ [[σπέρμα]] ἔχει· κατὰ τὸν Σχολ. καὶ ἡ [[Ἀθηνᾶ]] [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο ὡς ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ Διὸς κυοφορηθεῖσα, Νικ. Ἀλ. 433. | |lstext='''κεβλήγονος''': -ον, ἔχων τὸν γόνον ἐν τῇ κεφαλῇ, ἐπὶ τῆς μήκωνος, ὅτι ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ [[σπέρμα]] ἔχει· κατὰ τὸν Σχολ. καὶ ἡ [[Ἀθηνᾶ]] [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο ὡς ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ Διὸς κυοφορηθεῖσα, Νικ. Ἀλ. 433. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεβλήγονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για την [[παπαρούνα]]) αυτός που έχει το [[σπέρμα]] στην [[κεφαλή]] («μήκωνος κεβληγόνου [[δάκρυ]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεβλήγονος]] [[Ἀτρυτώνη]]» — η Αθηνά, που γεννήθηκε από την [[κεφαλή]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεβλή]] <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] «γεννιέμαι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχέ</i>-<i>γονος</i>, <i>θεό</i>-<i>γονος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with its seed in its head, of the poppy, Nic.Al. 433. II born from the head, Ἀτρυτώνη Euph.108.
German (Pape)
[Seite 1410] den Saamen im Kopfe tragend, vom Mohn, Nic. Al. 433. Nach dem Schol. auch von der Athene, im Kopfe erzeugt, Euphor.
Greek (Liddell-Scott)
κεβλήγονος: -ον, ἔχων τὸν γόνον ἐν τῇ κεφαλῇ, ἐπὶ τῆς μήκωνος, ὅτι ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ σπέρμα ἔχει· κατὰ τὸν Σχολ. καὶ ἡ Ἀθηνᾶ οὕτως ἐκαλεῖτο ὡς ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ Διὸς κυοφορηθεῖσα, Νικ. Ἀλ. 433.
Greek Monolingual
κεβλήγονος, -ον (Α)
1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ»)
2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» — η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. αρχέ-γονος, θεό-γονος].