καύχη: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />jactance.<br />'''Étymologie:''' [[καυχάομαι]].
|btext=ης (ἡ) :<br />jactance.<br />'''Étymologie:''' [[καυχάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καύχη]], ἡ (Α) [[καυχώμαι]]<br />[[καύχηση]], [[καύχημα]], το να επαινεί [[κανείς]] τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά [[πρόσφορος]]» — για την ηρωική [[ποίηση]], <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύχη Medium diacritics: καύχη Low diacritics: καύχη Capitals: ΚΑΥΧΗ
Transliteration A: kaúchē Transliteration B: kauchē Transliteration C: kaychi Beta Code: kau/xh

English (LSJ)

ἡ, = sq., ἐπέων καύχας, of heroic verse, Pi.N.9.7 (nisi leg. καυχᾶσς', i.e. καυχάεσσα, Dor.fem.of καυχήεις).

German (Pape)

[Seite 1409] ἡ, das Prahlen, die Prahlerei, Pind. N. 9, 7, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

καύχη: ἡ, = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
jactance.
Étymologie: καυχάομαι.

Greek Monolingual

καύχη, ἡ (Α) καυχώμαι
καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά πρόσφορος» — για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.).