κελάδημα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[κελαδέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[κελαδέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κελάηδημα]] και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α [[κελάδημα]]) [[κελαδώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[τραγούδι]] τών πουλιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήχος]], [[θόρυβος]] [[ορμητικός]] («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδημα Medium diacritics: κελάδημα Low diacritics: κελάδημα Capitals: ΚΕΛΑΔΗΜΑ
Transliteration A: keládēma Transliteration B: keladēma Transliteration C: keladima Beta Code: kela/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A rushing sound, Ζεφύρου E.Ph.213 (lyr.); ποταμῶν Ar.Nu.283 (anap.); later, of any loud sound, κ. σάλπιγγος AP6.350 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geräusch, das Brausen; des Windes, Eur. Phoen. 221; ποταμῶν Ar. Nubb. 283.

Greek (Liddell-Scott)

κελάδημα: τό, ἦχος ὁρμητικός, Ζεφύρου, Εὐρ. Φοίν. 213· ποταμῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 283.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Greek Monolingual

και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) κελαδώ
νεοελλ.
το τραγούδι τών πουλιών
αρχ.
ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.).