κεντρίσκος: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(6_14) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεντρίσκος''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9˙ Schneid. [[κεστρινίσκος]]. | |lstext='''κεντρίσκος''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9˙ Schneid. [[κεστρινίσκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κεντρίσκος]])<br />[[γένος]] γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουραν</i>-<i>ίσκος</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίσκος</i>). Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>centriscus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A fish, Thphr.Fr.171.9; Schneid. κεστρινίσκος.
German (Pape)
[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9˙ Schneid. κεστρινίσκος.
Greek Monolingual
ο (Α κεντρίσκος)
γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουραν-ίσκος, παιδ-ίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].