κεραύνιον: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραύνιον''': τό, [[εἶδος]] ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο [[μετὰ]] τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι [[σημεῖον]] πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20. | |lstext='''κεραύνιον''': τό, [[εἶδος]] ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο [[μετὰ]] τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι [[σημεῖον]] πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραύνιον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κεραύνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A truffle, Tuber aestivum, Thphr.HP1.6.5, Gal.19.731. II critical mark to indicate corrupt passages, Isid.Etym.1.21.21, Sch.Il.ip.xliii Dind.; but πρὸς τὴν ἀγωγὴν τῆς φιλοσοφίας D.L.3.66. III = κεραυνία λίθος, PHolm.5.40, Isid.Etym.16.13.5, etc.
German (Pape)
[Seite 1422] τό, eigtl. dim. von κεραυνός. – Eine Art Trüffel, ὕδνον, die nach dem Gewitter wachsen soll, Galen. – Bei D. L. 3, 66 kritisches Zeichen zur Bezeichnung verdorbener Stellen.
Greek (Liddell-Scott)
κεραύνιον: τό, εἶδος ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο μετὰ τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι σημεῖον πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20.