κερχαλέος: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερχᾰλέος''': -α, -ον, [[σκληρός]], [[ξηρός]], [[τραχύς]], βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος. | |lstext='''κερχᾰλέος''': -α, -ον, [[σκληρός]], [[ξηρός]], [[τραχύς]], βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερχαλέος]], ή [[κερχναλέος]], -α, -ον (Α)<br />[[τραχύς]], [[ξερός]], [[βραχνός]] («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Β. λ. [[κέρχνος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A rough, hoarse, βήξ Hp.Epid.7.16; κερχαλέον ὑποσυρίζειν v.l. for κερχναλέον ib.7:—written κερχναλέος, Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1426] trocken, rauh, heiser, βήξ, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κερχᾰλέος: -α, -ον, σκληρός, ξηρός, τραχύς, βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.
Greek Monolingual
κερχαλέος, ή κερχναλέος, -α, -ον (Α)
τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος).