κλαστός: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />brisé.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]]. | |btext=ή, όν :<br />brisé.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κλάω A)
A broken in pieces, AP6.71 (Paul.Sil.). II perh. = foreg., PPetr.1p.54 (iii B.C.), PCair.Zen.374.6 (iii B.C.), Arch.Pap.1.65 (ii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.