κληροδοσία: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληροδοσία''': ἡ, ἡ διὰ κλήρου [[διανομή]], Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.
|lstext='''κληροδοσία''': ἡ, ἡ διὰ κλήρου [[διανομή]], Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.
}}
{{grml
|mltxt=και κλεροδοσιά, η (AM [[κληροδοσία]]) [[κληροδότης]]<br /><b>1.</b> το να δίνει [[ένας]] [[κάτι]] με κλήρο, με [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> [[κληρονομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> περιουσιακή [[ωφέλεια]] που αποκτά [[κάποιος]] με [[διάταξη]] διαθήκης [[χωρίς]] να γίνεται [[κληρονόμος]]<br /><b>2.</b> η [[διάταξη]] της διαθήκης που περιέχει την [[κληροδοσία]], [[καθώς]] και το σχετικό με αυτήν [[δικαίωμα]] του κληροδόχου<br /><b>3.</b> το [[αντικείμενο]] που κληροδοτείται<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διανομή]] γης, γεωργικών κλήρων.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληροδοσία Medium diacritics: κληροδοσία Low diacritics: κληροδοσία Capitals: ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: klērodosía Transliteration B: klērodosia Transliteration C: klirodosia Beta Code: klhrodosi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A distribution of land, LXX Ps.77(78).55, D.S.5.53.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληροδοσία: ἡ, ἡ διὰ κλήρου διανομή, Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.

Greek Monolingual

και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) κληροδότης
1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση
2. κληρονομιά
νεοελλ.
(νομ.)
1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος
2. η διάταξη της διαθήκης που περιέχει την κληροδοσία, καθώς και το σχετικό με αυτήν δικαίωμα του κληροδόχου
3. το αντικείμενο που κληροδοτείται
αρχ.
η διανομή γης, γεωργικών κλήρων.