κοιλῶνυξ: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_22) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84. | |lstext='''κοιλῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλῶνυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]] «[[νύχι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγ</i>-<i>ώνυξ</i>, <i>χαλκ</i>-<i>ώνυξ</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω της συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ,
A hollow-hoofed, ἵπποι Stesich.49.
German (Pape)
[Seite 1467] υχος, mit hohlen Hufen, ἵπποι Stesichor. bei gehol. Il. 6, 507.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84.
Greek Monolingual
κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγ-ώνυξ, χαλκ-ώνυξ. Το -ω- λόγω της συνθέσεως].