κολλοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολλοπώλης''': -ου, ὁ, ([[κόλλα]]) [[ἔμπορος]] κόλλης, [[Πολυδ]]. Η΄, 183. | |lstext='''κολλοπώλης''': -ου, ὁ, ([[κόλλα]]) [[ἔμπορος]] κόλλης, [[Πολυδ]]. Η΄, 183. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολλοπώλης]], ὁ (Α)<br />[[πωλητής]] κόλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυο</i>-[[πώλης]], <i>οπωρο</i>-[[πώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (κόλλα)
A dealer in glue, Poll.7.183.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, Leimhändler, Poll. 7, 183.
Greek (Liddell-Scott)
κολλοπώλης: -ου, ὁ, (κόλλα) ἔμπορος κόλλης, Πολυδ. Η΄, 183.
Greek Monolingual
κολλοπώλης, ὁ (Α)
πωλητής κόλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, οπωρο-πώλης.