κόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d’orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d’orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόλλιξ]], -ικος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] πίτας στρογγυλού σχήματος από [[αλεύρι]] χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια [[τρώγων]] καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.)<br /><b>2.</b> [[χάπι]], καταπότιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. <i>kulič</i> «πασχαλινό [[γλύκισμα]]»].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλιξ Medium diacritics: κόλλιξ Low diacritics: κόλλιξ Capitals: ΚΟΛΛΙΞ
Transliteration A: kóllix Transliteration B: kollix Transliteration C: kolliks Beta Code: ko/llic

English (LSJ)

ῑκος, ὁ,

   A roll or loaf of coarse bread, Hippon.35.6, Nicopho 15; κ. Θεσσαλικός Archestr.Fr.4.12.    II Medic., = τροχίσκος, rubbed up and taken in wine, Hp.Int.23, cf. Gal.19.103; = κολλύριον 1.1, Hp.Epid.2.6.29.

German (Pape)

[Seite 1473] ικος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; κρίθινος Hipponax bei Ath. VII, 304 b; vgl. Ephipp. ib. III, 112 a; nach Galen. auch kleine, runde Kuchen. – Bei Ar. Ran. 575 steht κόλικας mit kurzem ι.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντιον ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
1 pain d’orge grossier de forme ronde;
2 pastille.
Étymologie: κόλλα.

Greek Monolingual

κόλλιξ, -ικος, ὁ (Α)
1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.)
2. χάπι, καταπότιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»].