κολπίας: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sinueux, qui tombe en plis.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sinueux, qui tombe en plis.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κολπίας]]) [[κόλπος]]<br />[[θαλάσσιος]] [[άνεμος]] που δημιουργείται [[γύρω]] από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, [[κορφιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κολπίας]] [[πέπλος]]» — [[πέπλος]] που ανασηκώνεται με τα χέρια, [[έτσι]] ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A swelling in folds, πέπλος A.Pers.1060. 2 name of a wind, blowing from the gulf, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Ach.Tat.Intr.Arat. 33.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, mit einem Busen, bauschig, πέπλος Aesch. Pers. 1017.
Greek (Liddell-Scott)
κολπίας: -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. πέπλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. ἄνεμος Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
sinueux, qui tombe en plis.
Étymologie: κόλπος.
Greek Monolingual
ο (Α κολπίας) κόλπος
θαλάσσιος άνεμος που δημιουργείται γύρω από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, κορφιάς
αρχ.
φρ. «κολπίας πέπλος» — πέπλος που ανασηκώνεται με τα χέρια, έτσι ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές.