κριτός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(SL_2)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κρῐτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distinguished]] “[[νῦν]] γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν [[εὑρήσει]] γυναικῶν ἐν λέχεσιν [[γένος]]” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
|sltr=<b>κρῐτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distinguished]] “[[νῦν]] γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν [[εὑρήσει]] γυναικῶν ἐν λέχεσιν [[γένος]]” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
}}
{{grml
|mltxt=[[κριτός]], -ή, -όν (Α) [[κρίνω]]<br />[[εκλεκτός]], [[ξεχωριστός]], [[έξοχος]] («ἀμφὶ [[πυρήν]] κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῐτός Medium diacritics: κριτός Low diacritics: κριτός Capitals: ΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: kritós Transliteration B: kritos Transliteration C: kritos Beta Code: krito/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258.    2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.

English (Autenrieth)

(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.

English (Slater)

κρῐτός
   1 distinguishedνῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)

Greek Monolingual

κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).