κτήσιππος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui possède des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]], [[ἵππος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui possède des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]], [[ἵππος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κτήσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτησ</i>- του <i>κτῶμαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κτήσις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζεύξ</i>-<i>ιππος</i>, <i>κρατήσ</i>-<i>ιππος</i>). Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.
German (Pape)
[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.
Greek Monolingual
κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξ-ιππος, κρατήσ-ιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].