κυνώπης: Difference between revisions
(eksahir) |
(22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[animal con cara de perro]] | |esgtx=[[animal con cara de perro]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυνώπης]], ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκυλήσια μάτια<br /><b>2.</b> [[αναιδής]], αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[κυνώπις]]<br />ως [[προσωνυμία]] πολλών θεαινών («κυνώπιδος [[εἵνεκα]] [[κούρης]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώπης</i>, <i>κυαν</i>-<i>ώπης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὤψ)
A dog-eyed, i.e. shameless one, Il.1.159:—fem. κῠν-ῶπις, ιδος, ἡ, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; κ. εἵνεκα κούρης, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the Erinyes, E.Or.260, El.1252; παλλακὴ κ. Cratin.241.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνώπης: -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. ἀναιδής, Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων αὐτόθι 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. εἵνεκα κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252.
French (Bailly abrégé)
voc. κυνῶπα;
adj. m.
aux regards de chien, càd impudent.
Étymologie: κύων, ὤψ.
English (Autenrieth)
voc. κυνῶπα, and κυνῶπις, ιδος: literally dog-faced, i. e. impudent, shameless.
Spanish
Greek Monolingual
κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια
2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ. ἡ κυνώπις
ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -ωπης (< -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ-ώπης, κυαν-ώπης].