λάβιον: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_22) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάβιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβή]], «χεροῦλι», Στράβ. 540. | |lstext='''λάβιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβή]], «χεροῦλι», Στράβ. 540. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λάβιον]], τὸ (Α) [[λαβή]]<br />μικρή [[λαβή]], [[χερούλι]] («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», <b>Στράβ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A λαβή 1, haft, Str.12.2.10.
German (Pape)
[Seite 1] τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.
Greek (Liddell-Scott)
λάβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβή, «χεροῦλι», Στράβ. 540.
Greek Monolingual
λάβιον, τὸ (Α) λαβή
μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.).