μινύρομαι: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]]. | |btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραγουδώ]] μουρμουριστά μια [[μελωδία]]<br /><b>2.</b> (για το [[αηδόνι]]) [[κελαηδώ]] [[γλυκά]] και ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A = μινυρίζω, of the nightingale, warble, S.OC671 (lyr.); hum a tune, A.Ag.16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.Ec. 880.
German (Pape)
[Seite 188] = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνύρομαι: ἀποθ., = μινυρίζω, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ ἠρέμα καὶ ἡδέως, Σοφ. Ο. Κ. 671· ὑποτονθορύζω μέλος τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. κινύρομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. μινυρίζω.
Greek Monolingual
μινύρομαι (Α)
1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία
2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.