μηχανεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(6_2) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15). | |lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μηχανεύομαι]]) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[σοφίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] πονηρά ή δόλια [[μέσα]] για να εξαπατήσω, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μηχανεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[πονηρός]], [[πανούργος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A = μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v. l. ib.3 Ma.6.22.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).
Greek Monolingual
(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.