μονόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόφῡλος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, [[ἄμικτος]], Ὀππ. Κυν. 1. 399.
|lstext='''μονόφῡλος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, [[ἄμικτος]], Ὀππ. Κυν. 1. 399.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόφυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατάγεται από ένα [[γένος]], από μία [[φυλή]], άμεικτος, φυλετικά [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φυλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφῡλος Medium diacritics: μονόφυλος Low diacritics: μονόφυλος Capitals: ΜΟΝΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: monóphylos Transliteration B: monophylos Transliteration C: monofylos Beta Code: mono/fulos

English (LSJ)

ον,

   A of one tribe, race, or kind, Opp.C.1.399.

German (Pape)

[Seite 206] aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῦλα μένειν μονόφυλα.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφῡλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, ἄμικτος, Ὀππ. Κυν. 1. 399.

Greek Monolingual

μονόφυλος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό-φυλος].