λακέρυζα: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />qui crie.<br />'''Étymologie:''' R. Λακ, résonner. | |btext=ης (ἡ) :<br />qui crie.<br />'''Étymologie:''' R. Λακ, résonner. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λακέρυζα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτή που κρώζει [[δυνατά]] («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] [[κορώνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλα]]) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λακερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (λάσκω)
A one that screams or cries, λ. κορώνη a cawing crow, Hes.Op.747, Ar.Av.609, A.R.3.929 (pl.); λ. κύων a yelping dog, Lyr.Adesp.135 (masc. λακέρυζος restored by Toup in AP9.317 for λακόρυζος).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰκέρυζα: ἡ, (√ΛΑΚ, λάσκω) ἡ κραυγάζουσα, κράζουσα, λ. κορώνη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρν. 609· λακέρυζα κύων, ὑλακτοῦσα σκύλλα, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. Πολ. 607Β· - τὸ ἀρσεν. λακέρυζος ἐπηνώρθωσεν ὁ Toup ἐν Ἀνθ. Π. 9. 317 ἀντὶ τοῦ λακόρυζος. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
qui crie.
Étymologie: R. Λακ, résonner.
Greek Monolingual
λακέρυζα, ἡ (Α)
1. (για πτηνό) αυτή που κρώζει δυνατά («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κορώνη;», Αριστοφ.)
2. (για σκύλα) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < λακερός.