λείμαξ: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(b)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] ακος, ὁ u. ἡ, die nackte Schnecke ohne Haus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] ακος, ὁ u. ἡ, die nackte Schnecke ohne Haus.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λείμαξ]], -ακος)<br />γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο [[μαλάκιο]], ο [[γυμνοσάλιαγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει θ. <i>λειμ</i>-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>lei</i>-<i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[βλεννώδης]]» και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. <i>slimak</i> «[[λείμαξ]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slim</i> «[[βλέννα]], [[σάλιο]]». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. <i>limax</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].———————— <b>(II)</b><br />η (Α λεῑμαξ, -ακος)<br />[[λιβάδι]], [[λειμώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λειμών]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πῖδαξ]])].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 23] ακος, ὁ u. ἡ, die nackte Schnecke ohne Haus.

Greek Monolingual

(I)
η (Α λείμαξ, -ακος)
γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο μαλάκιο, ο γυμνοσάλιαγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λείμ-αξ εμφανίζει θ. λειμ-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή lei-m- της ΙΕ ρίζας lei- «βλεννώδης» και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. slimak «λείμαξ» και συνδέεται με αγγλοσαξ. slim «βλέννα, σάλιο». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. limax είναι δάνειο από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].———————— (II)
η (Α λεῑμαξ, -ακος)
λιβάδι, λειμώνας
αρχ.
κήπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λειμών, που εμφανίζει επίθημα -αξ (πρβλ. πῖδαξ)].