λεώβατος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(6_1) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεώβατος''': (δηλ. ὁδός), ἡ, [[λεωφόρος]], Ἡσύχ. 2) [[ἰχθὺς]] [[σελαχώδης]], ὁ αὐτ. | |lstext='''λεώβατος''': (δηλ. ὁδός), ἡ, [[λεωφόρος]], Ἡσύχ. 2) [[ἰχθὺς]] [[σελαχώδης]], ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεώβατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[λεωφόρος]], [[οδός]]<br /><b>2.</b> «ἰχθὒς [[σελαχώδης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιό</i>-<i>βατος</i><br />με τη σημ. 2 η λ. [[είναι]] πιθ. [[άλλος]] τ. του [[λειόβατος]], [[είδος]] ιχθύος]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.
German (Pape)
[Seite 37] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λεώβατος: (δηλ. ὁδός), ἡ, λεωφόρος, Ἡσύχ. 2) ἰχθὺς σελαχώδης, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό-βατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. του λειόβατος, είδος ιχθύος].