λιβανώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίβανον, [[θυμίαμα]], Φιλόστρ. 807.
|lstext='''λῐβᾰνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίβανον, [[θυμίαμα]], Φιλόστρ. 807.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιβανώδης]], -ῶδες (Α) [[λίβανος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιβάνι]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνώδης Medium diacritics: λιβανώδης Low diacritics: λιβανώδης Capitals: ΛΙΒΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: libanṓdēs Transliteration B: libanōdēs Transliteration C: livanodis Beta Code: libanw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A frankincense-like, πόα Philostr.Im.1.29.

German (Pape)

[Seite 42] ες, weihrauchartig, wie Weihrauch duftend, Philostr. imagg. p. 807.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίβανον, θυμίαμα, Φιλόστρ. 807.

Greek Monolingual

λιβανώδης, -ῶδες (Α) λίβανος
αυτός που μοιάζει με λιβάνι.