λωβήεις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωβήεις''': εσσα, εν, [[βλαβερός]], [[ἐπονείδιστος]], [[φθοροποιός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = [[βλαβερός]], Βακχυλ. 1β 9. | |lstext='''λωβήεις''': εσσα, εν, [[βλαβερός]], [[ἐπονείδιστος]], [[φθοροποιός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = [[βλαβερός]], Βακχυλ. 1β 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωβήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[κακομεταχείριση]], [[προσβολή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραπεζ</i>-<i>ήεις</i>, <i>φθογγ</i>-<i>ήεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.
Greek (Liddell-Scott)
λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.
Greek Monolingual
λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζ-ήεις, φθογγ-ήεις)].