μαγάρα: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(No difference)
|
(23) |
(No difference)
|
η
1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά
2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου
3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος
4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)].