λοφνίς: Difference between revisions
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />torche faite de sarments de vigne.<br />'''Étymologie:''' DELG [[λοπός]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />torche faite de sarments de vigne.<br />'''Étymologie:''' DELG [[λοπός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοφνίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[δάδα]] από φλοιό δένδρου και [[ιδίως]] από [[κλήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[λοφνίς]], [[λοφνία]] εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ία</i> και ανάγονται σε <i>λόφνος</i> (<i>πιβ</i>. <span style="color: red;"><</span> <i>λόπ</i>-<i>σν</i>-<i>ο</i>, που συνδέεται με [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]», [[λοπός]] «[[φλοιός]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σν</i>-<i>ο</i>, <b>[[πρβλ]].</b> και [[λύχνος]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[λάμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A torch made of vine bark, in pl., AP11.20 (Antip. Thess.), Lyc.48:—also λοφνία, Clitarch. Gloss. ap. Ath.15.701a, cf. Ath.15.699d.
Greek (Liddell-Scott)
λοφνίς: -ίδος, ἡ λαμπὰς ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ἀμπέλου, Ἀνθ. Π. 11. 20, Λυκόφρ. 48, Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 701 Α· ὡσαύτως λοφνία, πρβλ. 699D. (Πιθαν. ἐκ τοῦ λέπω).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
torche faite de sarments de vigne.
Étymologie: DELG λοπός.
Greek Monolingual
λοφνίς, -ίδος, ἡ (Α)
δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα -ίς, -ία και ανάγονται σε λόφνος (πιβ. < λόπ-σν-ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα -σν-ο, πρβλ. και λύχνος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λάμπω.