μαδαροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_16)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰδαροκέφαλος''': -ον, [[φαλακρός]], Τζέτζ.
|lstext='''μᾰδαροκέφαλος''': -ον, [[φαλακρός]], Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[μαδαροκέφαλος]], -η, -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαδαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-[[κέφαλος]], <i>κυνο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰροκέφᾰλος Medium diacritics: μαδαροκέφαλος Low diacritics: μαδαροκέφαλος Capitals: ΜΑΔΑΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: madaroképhalos Transliteration B: madarokephalos Transliteration C: madarokefalos Beta Code: madaroke/falos

English (LSJ)

ον,

   A bald-headed, Tz.H.7.851.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαροκέφαλος: -ον, φαλακρός, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μαδαροκέφαλος, -η, -ον)
αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.